- ληστεύομαι
- ληστεύομαι, ληστεύτηκα, ληστε(υ)μένος βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λῃστεύομαι — λῃστεύω practise robbery pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοληστεύομαι — ληστεύομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν ληστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ληστεύω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές … Dictionary of Greek
πτερορρυώ — πτερορρυῶ, έω, ΝΜΑ (αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῑ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῑ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῑος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται»,… … Dictionary of Greek